- επιτροπεύω
- (AM ἐπιτροπεύω) [επιτροπή]ασκώ καθήκοντα επιτρόπου, είμαι επίτροπος, επιστατώ, διευθύνω («ἦ τούτου ἕνεκα ἱκανὸς ἔσται ἐπιτροπεύειν;», Ξεν.)αρχ.1. (με γεν.) διοικώ, κυβερνώ2. (με αιτ.) διευθύνω, κυβερνώ, προΐσταμαι («θαυμάζω δ’ ὅπως τὸν δῆμον οἷός τ’ ἐπιτροπεύειν εἶμ’ ἐγώ», Αριστοφ.)3. (με αιτ. προσ.) είμαι φύλακας, επίτροπος κάποιου («ὄντα βασιλέα καὶ νέον ἔτι ἀνεψιὸς ὢν ἐπετρόπευεν», Θουκ.)4. (στο ρωμ. δίκ.) είμαι επίτροπος5. αντιπροσωπεύω τα συμφέροντα κάποιου6. επιτρέπω, δίνω, ορίζω.
Dictionary of Greek. 2013.